- βενζινάδικο
- la gasolinera
Griechisch-Katalanisch Wörterbuch.
Griechisch-Katalanisch Wörterbuch.
βενζινάδικο — το πρατήριο βενζίνης: Υπάρχουν ειδικές προδιαγραφές ασφαλείας για τα βενζινάδικα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ληστεύω — λήστεψα, ληστεύτηκα, ληστε(υ)μένος 1. αφαιρώ με τη βία ξένη περιουσία: Λήστεψαν το βενζινάδικο που βρίσκεται κοντά στο σπίτι μου. 2. μτφ., αισχροκερδώ υπερβολικά: Μην ψωνίσεις από το μαγαζί του, θα σε ληστέψει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)